κυαναυγέτις

κυαναυγέτις
κυαναυγέτις, -ιδος, ἡ (Α)
κυαναυγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυαναυγής + θηλ. επίθημα -έτις (πρβλ. κυνηγ-έτις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κυαναυγέτιν — κυαναυγέτις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαμπραυγής — ές, ανωμ. θηλ. και λαμπραυγέτις, ιδος (Α) αυτός που λάμπει, λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + αυγής (< αὐγή ή *αὖγος, τὸ), πρβλ. λευκ αυγής, χρυσαυγής. Ο τ. λαμπραυγέτις < λαμπραυγής + επίθημα θηλ. έτις (πρβλ. κυαναυγέτις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”